- κυνηγοῦ
- κυνηγέωhuntpres imperat mp 2nd sg (attic)κυνηγέωhuntimperf ind mp 2nd sg (attic)κυνηγόςhound-leadermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυνηγού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, στη βόρεια άκρη του Υμηττού, στην επικράτεια του δήμου Αγίας Παρασκευής. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αι. ή στις αρχές του 13ου και ανακαινίστηκε τον ίδιο… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
πανθήρα — ἡ, Α 1. η λεία τού κυνηγού στο σύνολο της, ολόκληρη η λεία τού κυνηγού 2. μεγάλο δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θήρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek
Τουργκένιεφ, Ιβάν Σεργκέγεβιτς — (Ορέλ 1818 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1883). Ρώσος συγγραφέας. Η μητέρα του, πλούσια κληρονόμος άσκησε, με την αυστηρότητά της, μεγάλη και αρνητική επίδραση στα νεανικά του χρόνια. Ο Τ. έκανε πολύ συστηματικές σπουδές· στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης,… … Dictionary of Greek
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
Георгантис, Николаос — Стела священника Планаса у храма Святого Иоанна Охотника , Афины Николаос Георгантис (греч … Википедия
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
ένα — (Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κυνηγετικός — ή, ό (AM κυνηγετικός, ή, όν) [κυνηγέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κυνηγό ή στο κυνήγι («κυνηγετικό όπλο») 2. ο ικανός και έμπειρος στο κυνήγι (α. «κυνηγετικά σκυλιά» β. «οὐδέ γε κύνας πᾱς ἐπίσταται θεραπεύειν, ἀλλ ὁ κυνηγετικός»,… … Dictionary of Greek